- τήλιστος
- -ίστη, -ον, Απάρα πολύ μακρινός, απώτατος.επίρρ...τήλιστα Απολύ μακριά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ-ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλίστων — τήλιστος farthest fem gen pl τήλιστος farthest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίστους — τήλιστος farthest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήλιστα — τήλιστος farthest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)